- πλησμονώδης
- πλησμον-ώδης, ες, von füllender, sättigender Art
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πλησμονώδης — ῶδες, Α [πλησμονή] αυτός που επιφέρει πλησμονή, χορταστικός. επίρρ... πλησμονωδῶς Α κατά τρόπο πλησμονώδη, χορταστικά … Dictionary of Greek
πλησμονῶδες — πλησμονώδης filling masc/fem voc sg πλησμονώδης filling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονωδῶς — πλησμονώδης filling adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)